ὑδαρούς

ὑδαρούς
ὑδαρός
in de An.
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑδαροῦς — ὑδαρής watery masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίρεση — η / συναίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [συναιρώ] γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς νεοελλ. χημ. προοδευτική αποβολή τού υγρού μέσου διασποράς …   Dictionary of Greek

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

  • υδαρότης — ητος, ἡ, Α [ὑδαρής] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού υδαρούς 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αδυναμία ii) χαλάρωση ηθών β) (για πράγμ.) η ιδιότητα τού μαλακού ή τού ευμετάβλητου …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδρόρροια — η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος] νεοελλ. ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού… …   Dictionary of Greek

  • χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”